ακονόλιθος

ακονόλιθος
ο
η ακονόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακόνι + λίθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακονόλιθος — ακονόλιθος, ο και ακονόπετρα, η πέτρα από την οποία φτιάχνονται τα ακόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακονόπετρα — ή ακονόλιθος τεχνολ. φυσική ή τεχνητή πέτρα που χρησιμοποιείται για το ακόνισμα κοπτικών εργαλείων …   Dictionary of Greek

  • ακόνι — το η ακόνη* παροιμ. «τα χωρατά είναι ακόνι τού καβγά», πολλές φορές τα αστεία καταλήγουν σε καβγά «βγάζει ή τρώει απ τ ακόνια», εργάζεται έντιμα και αποδοτικά «έχει γλώσσα ακόνι» (βλ. ακόνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀκόνιον*, υποκορ. τού αρχ. ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”